Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Η Αγάπη όλα τα Ελπίζει...

Ήρθε σαν τη βραδινή δροσούλα του καλοκαιριού που σε βοηθάει να ξεχάσεις το λιοπύρι της ημέρας και σε κάνει να νιώθεις ανάλαφρος και ζωντανός. Έτσι απλά… εμφανίστηκε και έδιωξε όλη την πίκρα μιας μισής ψυχής. Όταν τον αντίκρισε δεν ήξερε πως είναι εκείνος, δεν ήξερε καν  πως είναι αυτός που θα σήκωνε από πάνω της το πέπλο της απελπισίας και θα πλημμύριζε το κορμί της με το μεθυστικό άρωμα της ζωής.
Είχε πάει μόνη της στο πάρτι, εκεί θα συναντούσε την αγαπημένη της φίλη, την Ελπίδα. Ελπίδα, όνομα και πράγμα. Κάθε φορά που μέσα της πολεμούσε ο θυμός και η απογοήτευση ήταν εκεί, της έσφιγγε το χέρι, της χάριζε  ένα υπέροχο χαμόγελο και όλα εξαφανίζονταν με μιας. Αμέτρητες φορές  είχε αναρωτηθεί πως θα ήταν η ζωή της χωρίς αυτή την υπέροχη ύπαρξη δίπλα της. Κάθε φορά όμως κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα: «δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι», έλεγε και ξανά έλεγε στον εαυτό της.
Όταν της τηλεφώνησε να τη συνοδεύσει στο πάρτι, η απάντησή της ήταν αρνητική, σαφώς και δεν είχε υποψιαστεί τι θα ακολουθούσε. Τις τελευταίες μέρες ήταν στις μαύρες της, τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά στη δουλειά της και λίγες μέρες πριν είχε χαθεί και το σκυλί της. Βγήκε για την καθημερινή του βόλτα στα σοκάκια του  νησιού και έκτοτε δεν γύρισε ποτέ. Κανείς δεν το είδε, το αγαπούσαν όλοι στη γειτονιά και δεν πίστευε πως κάποιος θα μπορούσε να του έχει κάνει κακό. Ήταν σίγουρη πως ζούσε ή τουλάχιστον  με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσε να παρηγορήσει τον εαυτό της, σκεπτόμενη πως και εκείνη στη θέση του δεν θα άντεχε για παρέα άτομο που είναι βυθισμένο σε μόνιμη θλίψη.
Μετά από πολλές παραινέσεις , παρακάλια και κάνα δυο απειλές είπε το ναι. Έκλεισε το τηλέφωνο και με βαριά καρδιά εγκατέλειψε το κατάφυτο μπαλκόνι της που μύριζε γιασεμί και μπήκε στο σπίτι για να αρχίσει τις ετοιμασίες για μια ακόμη ανούσια συγκέντρωση, όπως συνήθιζε να τις χαρακτηρίζει. Έβρισκε ανούσιες  όλες εκείνες τις συγκεντρώσεις του νησιού στις οποίες μαζεύονταν οι δήθεν ευτυχισμένοι  με μοναδικό στόχο να μετρήσουν την ευτυχία τους. «Λες και η ευτυχία μετριέται»  μονολόγησε και μπήκε στο ντους.
Καθώς το νερό έτρεχε στο πρόσωπό της και  αναζωογονούσε το κορμί της, έκλεισε τα μάτια και χιλιάδες σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό της. Τι ήταν άραγε αυτό που είχε κάνει λάθος; Μήπως δεν είχε προσπαθήσει όσο χρειάζονταν στη ζωή της; Μήπως δεν είχε αγαπήσει τους ανθρώπους με όλη της τη δύναμη; Ή μήπως δεν είχε αφιερώσει χρόνο στον εαυτό της και τώρα αυτός την εκδικούνταν; Όσες ερωτήσεις και να έκανε, καμιά δεν έπαιρνε απάντηση. Μένανε εκεί, κολλημένες μέσα της και διαρκώς πλήθαιναν.
Τις σκέψεις της, τις διέκοψε το χτύπημα του τηλεφώνου.
Ναι; Απάντησε.
Αγάπη; Ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής.
Ναι; Ξανακούστηκε.
Ίσως καθυστερήσω λίγο, θα σε συναντήσω εκεί.
Εντάξει, αποκρίθηκε και έκλεισε το τηλέφωνο με βαριεστημάρα.
Με τον ίδιο αργό και δύσθυμο τρόπο, άρχισε να ντύνεται και να φτιάχνει τα μαλλιά της. Το κάθε βούρτσισμα  διαδέχονταν και ένας ήχος απογοήτευσης.
Τι τα θέλω εγώ αυτά; Μονολογούσε και συνέχιζε να χτενίζει τα μαλλιά της.
Σε δέκα λεπτά ήταν έτοιμη. Φόρεσε το κόκκινο φόρεμα που της είχε δωρίσει η Ελπίδα, είχε πάρει αυτή την εντολή. Έριξε στο πλάι τα μαλλιά της, έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι με βλέμμα θλιμμένο σα να του ζητούσε συγνώμη που το εγκατέλειπε και βγήκε στο δρόμο. Διέσχισε σχεδόν όλα τα σοκάκια με τα μάτια χαμηλωμένα λες και προσπαθούσε να απομνημονεύσει την κάθε πλάκα που πατούσε και χωρίς να το καταλάβει έφτασε στο μαγαζί όπου θα λάμβανε χώρο η συνάντηση. Φυσικά για χαμόγελο ούτε λόγος. Χαιρέτησε κάνα δυο γνωστούς σηκώνοντας το κεφάλι και πήγε και κάθισε στο βάθος εκεί όπου τα αδιάκριτα βλέμματα δεν θα την ενοχλούσαν.
Πίστευε πως όλοι θα την κοίταζαν και θα την λυπόντουσαν. Τι δουλειά είχε αυτή σε ένα μέρος όπου σε λίγο θα αντηχούσε από γέλια και χαρές; Μέχρι και στο μπαρ απέφυγε να πάει, είχε αποφασίσει πως θα περίμενε την Ελπίδα.Τότε και μόνο τότε θα έπαιρνε κάτι για να πιει.
Κάποια στιγμή και ενώ έπαιζε νευρικά το λουράκι από την τσάντα της, άκουσε το όνομά της.
Αγάπη;
Κοίταξε τον ξένο που της απευθύνθηκε με το όνομά της, αλλά δεν αποκρίθηκε.
Αγάπη; Επανέλαβε ο άντρας απέναντί της.
Μόλις και μετά βίας άνοιξε το στόμα της.
Ναι; Του αποκρίθηκε
Πέρασαν δύο ώρες από τη στιγμή που την πλησίασε ο ξένος και για μια στιγμή σκέφτηκε πως η Ελπίδα άργησε πολύ, τότε άρχισε να γελάει δυνατά, τόσο δυνατά που κάποια άτομα που βρίσκονταν κοντά της γύρισαν και την κοίταξαν. Ούτε και η ίδια θυμόταν από πότε είχε να γελάσει έτσι.
Γυρίζει, κοιτάει τον άντρα δίπλα της και του λέει ξέρεις κάτι;
«Είχα ξεχάσει την πόρτα κλειδωμένη».
Και άρχισε να γελάει μέσα από την ψυχή της!

(Η Αγάπη για να ευδοκιμήσει μέσα μας  και να μας χαμογελάσει χρειάζεται χώρο, αέρα, διάθεση και κυρίως να έχουμε την πόρτα της καρδιάς μας ανοιχτή, ειδάλλως δεν υπάρχει ελπίδα).

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Α- δυναμίες (γονέων)... Από το βιβλίο : Η αδικία που πληγώνει..

Η  «αδυναμία» σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο συνιστά μια ξεχωριστή σχέση που το διακρίνει από τους άλλους. Η αδυναμία εκφράζεται με μια ειδική μεταχείριση και με την παροχή ιδιαίτερης φροντίδας. Οι λόγοι που ένας γονιός έλκεται από κάποιο παιδί ιδιαίτερα  και το ξεχωρίζει από τα άλλα, αφορούν ασυνείδητες εμπλοκές που δεν έχει επιτύχει να επιλύσει στην προσωπική του ζωή. Η επιλογή μπορεί να έχει να κάνει με το φύλλο. Με την αισθητική. Με την εξυπνάδα. Με την ομοιότητα με κάποιο συγγενικό ή άλλο πρόσωπο. Με προσωπικές ταυτίσεις. Με κάποιο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας. Τα στοιχεία που οδηγούν στην αίσθηση αδυναμίας ποικίλλουν, αλλά η εμπλοκή είναι πάντα παρούσα, καθώς περιέχει ταυτίσεις που απαγορεύουν τη διαφοροποίηση του παιδιού. 
Η αδυναμία κατανοείται ως μια ιδιαίτερη προστασία, ώστε το παιδί να διευκολυνθεί, να μην έλθει σε επαφή με τα δύσκολα. Πρόκειται για μια καλοπροαίρετη αλλά μυωπική θεώρηση, που δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος της βλάβης που προκαλεί στο αντικείμενο της αγάπης. Η στάση αυτή είναι οφθαλμοφανώς αντιληπτή από τους τρίτους, αλλά δύσκολα αναστρέψιμη.
Ο γονιός για δικούς του ασυνείδητους λόγους, μεγαλώνει το παιδί του κατά τρόπο που να μη δυσκολευτεί, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται όταν είναι ενήλικος. Μια πιο προσεκτική μελέτη αποδεικνύει ότι ο γονιός που υπερπροστατεύει, είναι ο ίδιος που δυσκολεύεται σε αντίστοιχες καταστάσεις και επομένως προστατεύει ένα δικό του ανασφαλές στοιχείο.Ο γονιός που συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο είναι πεπεισμένος ότι μια διαφορετική στάση , πιο ισορροπημένη, ισοδυναμεί με συναισθηματική εγκατάλειψη του παιδιού.
Την ίδια ώρα που κάποιοι γονείς παιδιών με σωματική ή νοητική αναπηρία τα ασκούν ασταμάτητα, ώστε να αναπτύξουν τις όποιες ικανότητές τους και να μπορούν να ανταπεξέλθουν στη ζωή, κάποιοι άλλοι γονείς υπερπροστατεύουν ένα υγιές παιδί με αποτέλεσμα να το μεταλλάσσουν σε ένα τραγικά ανάπηρο άτομο.
Το παιδί τελικά πληρώνει την αδυναμία των γονιών του ως προς αυτό, με το να αδυνατεί να σχετιστεί ισότιμα με συμμαθητές, φίλους και αδέλφια. Αυτή η αδυναμία επεκτείνεται αργότερα στη σχέση με τον σύντροφο και τους συναδέλφους. Τελικά μη μπορώντας να κατανοήσει τη δική του ανεπάρκεια, κατηγορεί όλους τους άλλους ότι δήθεν τον αδικούν.
 Είναι εκπληκτικά εντυπωσιακός ο τρόπος , με τον οποίον κάποιος που έχει βιώσει αυτή τη χαριστική στάση, τη θεωρεί δεδομένη και αυτονόητη. Θεωρεί ότι όλοι πρέπει να του συμπεριφέρονται όπως η μαμά του και να του χαρίζονται. Επομένως απαιτεί την ίδια χαριστική συμπεριφορά από όσους σχετίζονται μαζί του. Διαφορετικά νιώθει ριγμένος, αδικημένος με τους άλλους που δεν καταλαβαίνουν. Η στάση αυτή είναι μαρτύριο για τα αδέρφια τους. Αφενός μεν υπέστησαν την στέρηση και την αδικία από τους γονείς τους στο παρελθόν, αφετέρου θα πρέπει να ανέχονται τις απαιτήσεις των αδελφών τους, όταν οι γονείς τους δεν θα είναι στη ζωή. Τότε ωθούνται είτε στην επανάληψη της γονικής στάσης με το να βρίσκονται στην διαρκή υπηρεσία του αδελφού τους, είτε στη διακοπή της ανυπόφορης αδελφικής σχέσης.
Το παιδί της γονικής αδυναμίας είναι τελικά αυτό που θα πάρει τα περισσότερα στην κληρονομιά, αλλά επίσης αυτός που θα έχει εφοδιαστεί με τις λιγότερες δεξιότητες  για να μπορέσει να διαχειριστεί τη ζωή του. Του έχουν κλέψει τα παιδικά του όνειρα. Έχει μάθει να υπάρχει στο περιβάλλον του προστατευμένου θερμοσκοπίου. Όταν έρχεται κάποια στιγμή που εκείνοι που του το προσφέρουν παύουν να υφίστανται, νιώθει ανίκανος να ανταπεξέλθει στις νέες καταστάσεις.
Η υπαρξιακή προσέγγιση που καταγράφει την ανθρώπινη πορεία στο βάθος του χρόνου σημειώνει ότι τραγικά χαμένος δεν είναι αυτός που οι γονείς και η ζωή ΔΕΝ του χαρίστηκαν στο ξεκίνημά του, αλλά το αντίθετο. Στη διάρκεια της ψυχοθεραπείας με μια αντιστροφή της συνήθους αντίληψης φανερώνεται ότι ο δήθεν ευνοημένος έχει ουσιαστικά αδικηθεί. Αντίθετα ο αδικημένος από τους γονείς --αν ο ίδιος δεν  ΑΔΙΚΗΣΕΙ τον εαυτό του με το να επιτρέψει το παράσιτο του ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ να του στερήσει τη ζωή – θα είναι ικανός για το όμορφο αλλά απαιτητικό παιχνίδι της ζωής.

Απόσπασμα από το βιβλίου « Η αδικία που πληγώνει» του Δημήτρη. Φ. Καραγιάννη, εκδόσεις : Αρμός.