Ήρθε σαν τη βραδινή δροσούλα του καλοκαιριού που σε βοηθάει να ξεχάσεις το
λιοπύρι της ημέρας και σε κάνει να νιώθεις ανάλαφρος και ζωντανός. Έτσι απλά…
εμφανίστηκε και έδιωξε όλη την πίκρα μιας μισής ψυχής. Όταν τον αντίκρισε δεν ήξερε
πως είναι εκείνος, δεν ήξερε καν πως
είναι αυτός που θα σήκωνε από πάνω της το πέπλο της απελπισίας και θα
πλημμύριζε το κορμί της με το μεθυστικό άρωμα της ζωής.
Είχε πάει μόνη της στο πάρτι, εκεί θα συναντούσε την αγαπημένη της φίλη,
την Ελπίδα. Ελπίδα, όνομα και πράγμα. Κάθε φορά που μέσα της πολεμούσε ο θυμός
και η απογοήτευση ήταν εκεί, της έσφιγγε το χέρι, της χάριζε ένα υπέροχο χαμόγελο και όλα εξαφανίζονταν με
μιας. Αμέτρητες φορές είχε αναρωτηθεί
πως θα ήταν η ζωή της χωρίς αυτή την υπέροχη ύπαρξη δίπλα της. Κάθε φορά όμως
κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα: «δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι», έλεγε και
ξανά έλεγε στον εαυτό της.
Όταν της τηλεφώνησε να τη συνοδεύσει στο πάρτι, η απάντησή της ήταν
αρνητική, σαφώς και δεν είχε υποψιαστεί τι θα ακολουθούσε. Τις τελευταίες μέρες
ήταν στις μαύρες της, τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά στη δουλειά της και λίγες
μέρες πριν είχε χαθεί και το σκυλί της. Βγήκε για την καθημερινή του βόλτα στα
σοκάκια του νησιού και έκτοτε δεν γύρισε
ποτέ. Κανείς δεν το είδε, το αγαπούσαν όλοι στη γειτονιά και δεν πίστευε πως
κάποιος θα μπορούσε να του έχει κάνει κακό. Ήταν σίγουρη πως ζούσε ή
τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσε
να παρηγορήσει τον εαυτό της, σκεπτόμενη πως και εκείνη στη θέση του δεν θα
άντεχε για παρέα άτομο που είναι βυθισμένο σε μόνιμη θλίψη.
Μετά από πολλές παραινέσεις , παρακάλια και κάνα δυο απειλές είπε το ναι.
Έκλεισε το τηλέφωνο και με βαριά καρδιά εγκατέλειψε το κατάφυτο μπαλκόνι της
που μύριζε γιασεμί και μπήκε στο σπίτι για να αρχίσει τις ετοιμασίες για μια ακόμη
ανούσια συγκέντρωση, όπως συνήθιζε να τις χαρακτηρίζει. Έβρισκε ανούσιες όλες εκείνες τις συγκεντρώσεις του νησιού στις
οποίες μαζεύονταν οι δήθεν ευτυχισμένοι
με μοναδικό στόχο να μετρήσουν την ευτυχία τους. «Λες και η ευτυχία
μετριέται» μονολόγησε και μπήκε στο ντους.
Καθώς το νερό έτρεχε στο πρόσωπό της και αναζωογονούσε το κορμί της, έκλεισε τα μάτια
και χιλιάδες σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό της. Τι ήταν άραγε αυτό που είχε
κάνει λάθος; Μήπως δεν είχε προσπαθήσει όσο χρειάζονταν στη ζωή της; Μήπως δεν
είχε αγαπήσει τους ανθρώπους με όλη της τη δύναμη; Ή μήπως δεν είχε αφιερώσει
χρόνο στον εαυτό της και τώρα αυτός την εκδικούνταν; Όσες ερωτήσεις και να
έκανε, καμιά δεν έπαιρνε απάντηση. Μένανε εκεί, κολλημένες μέσα της και διαρκώς
πλήθαιναν.
Τις σκέψεις της, τις διέκοψε το χτύπημα του τηλεφώνου.
Ναι; Απάντησε.
Αγάπη; Ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής.
Ναι; Ξανακούστηκε.
Ίσως καθυστερήσω λίγο, θα σε συναντήσω εκεί.
Εντάξει, αποκρίθηκε και έκλεισε το τηλέφωνο με βαριεστημάρα.
Με τον ίδιο αργό και δύσθυμο τρόπο, άρχισε να ντύνεται και να φτιάχνει τα
μαλλιά της. Το κάθε βούρτσισμα διαδέχονταν
και ένας ήχος απογοήτευσης.
Τι τα θέλω εγώ αυτά; Μονολογούσε και συνέχιζε να χτενίζει τα μαλλιά της.
Σε δέκα λεπτά ήταν έτοιμη. Φόρεσε το κόκκινο φόρεμα που της είχε δωρίσει η
Ελπίδα, είχε πάρει αυτή την εντολή. Έριξε στο πλάι τα μαλλιά της, έριξε μια
τελευταία ματιά στο σπίτι με βλέμμα θλιμμένο σα να του ζητούσε συγνώμη που το
εγκατέλειπε και βγήκε στο δρόμο. Διέσχισε σχεδόν όλα τα σοκάκια με τα μάτια
χαμηλωμένα λες και προσπαθούσε να απομνημονεύσει την κάθε πλάκα που πατούσε και
χωρίς να το καταλάβει έφτασε στο μαγαζί όπου θα λάμβανε χώρο η συνάντηση.
Φυσικά για χαμόγελο ούτε λόγος. Χαιρέτησε κάνα δυο γνωστούς σηκώνοντας το
κεφάλι και πήγε και κάθισε στο βάθος εκεί όπου τα αδιάκριτα βλέμματα δεν θα την
ενοχλούσαν.
Πίστευε πως όλοι θα την κοίταζαν και θα την λυπόντουσαν. Τι δουλειά είχε
αυτή σε ένα μέρος όπου σε λίγο θα αντηχούσε από γέλια και χαρές; Μέχρι και στο
μπαρ απέφυγε να πάει, είχε αποφασίσει πως θα περίμενε την Ελπίδα.Τότε και μόνο
τότε θα έπαιρνε κάτι για να πιει.
Κάποια στιγμή και ενώ έπαιζε νευρικά το λουράκι από την τσάντα της, άκουσε
το όνομά της.
Αγάπη;
Κοίταξε τον ξένο που της απευθύνθηκε με το όνομά της, αλλά δεν αποκρίθηκε.
Αγάπη; Επανέλαβε ο άντρας απέναντί της.
Μόλις και μετά βίας άνοιξε το στόμα της.
Ναι; Του αποκρίθηκε
Πέρασαν δύο ώρες από τη στιγμή που την πλησίασε ο ξένος και για μια στιγμή
σκέφτηκε πως η Ελπίδα άργησε πολύ, τότε άρχισε να γελάει δυνατά, τόσο δυνατά
που κάποια άτομα που βρίσκονταν κοντά της γύρισαν και την κοίταξαν. Ούτε και η
ίδια θυμόταν από πότε είχε να γελάσει έτσι.
Γυρίζει, κοιτάει τον άντρα δίπλα της και του λέει ξέρεις κάτι;
«Είχα ξεχάσει την πόρτα κλειδωμένη».
Και άρχισε να γελάει μέσα από την ψυχή της!
(Η Αγάπη για να ευδοκιμήσει μέσα μας και να μας χαμογελάσει χρειάζεται χώρο, αέρα,
διάθεση και κυρίως να έχουμε την πόρτα της καρδιάς μας ανοιχτή, ειδάλλως δεν
υπάρχει ελπίδα).